- κυλλός
- κυλλός, -ή, -όν (AM)αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του χέριαρχ.1. αυτός που έχει κάποιο ελάττωμα στο ένα ή και στα δύο του πόδια, κυρίως πόδια που λυγίζουν προς τα έξω από αρθρίτιδα2. γεν. στρεβλός, παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.)3. (για πράγμα) αγκυλωτός, στρεπτός4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυλλά(μετρ.) οι χωλίαμβοι5. φρ. «ἔμβαλε κυλλῇ» (ενν. χειρί)βάλε στο κοίλο τού χεριού, στη χούφτα τού τεντωμένου και με τα δάκτυλα κυρτωμένα χεριού, όπως τού επαίτη που ζητεί ελεημοσύνη (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει θ. κυλ- (πρβλ. κυλίνδω) και ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)kel- «στρέφω, στηρίζω, κυρτός». Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησύχ. κελλόν- στρεβλόν, πλάγιον, καθώς και με αρχ.-ινδ. kuni- «παράλυτος στα χέρια»].
Dictionary of Greek. 2013.